-
1 ничто
ничто (ничего, ничему, ничем, ни о чём) τίποτα, τίποτε; его \ничто не волнует τίποτα δεν τον ενοχλεί· он ничего не увидел δεν είδε τίποτε· это* * *(ничего, ничему, ничем, ни о чём)τίποτα, τίποτεего́ ничто́ не волну́ет — τίποτα δεν τον ενοχλεί
он ничего́ не уви́дел — δεν είδε τίποτε
э́то ничему́ не помо́жет — αυτό δε θα βοηθήσει σε τίποτε
э́то ниче́м не отлича́ется от… — αυτό δε διαφέρει σε τίποτα από…
не беспоко́йтесь ни о чём — μη σας ενοχλεί τίποτα
См. также в других словарях:
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek